- ηρωίνη
- Κοινή ονομασία της διακετυλομορφίνης, ενός αλκαλοειδούς που παρασκευάζεται με την ακετυλίωση της μορφίνης (C17M19NO3). Είναι σκόνη λευκή κακι κρυσταλλική και συγκαταλέγεται μεταξύ των πιο ευρέως διακινούμενων ναρκωτικών παγκοσμίως. Η παράνομη παρασκευή της γίνεται κυρίως στη βόρεια Αφρική και τη νοτιοανατολική Ασία και μετά διοχετεύεται στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Η η. πρωτοπαρασκευάστηκε το 1874 με την προσδοκία ότι θα αποτελούσε υποκατάστατο της μορφίνης δίχως τις παρενέργειες της τελευταίας – κάτι όμως που δεν συμβαίνει, μολονότι επιδρά κατασταλτικά στο αναπνευστικό κέντρο (όπως η κωδεΐνη). Είναι 10 φορές πιο ισχυρή από μία ίση ποσότητα μορφίνης. Αναπόφευκτο επακόλουθο της χρήσης η. είναι ο εθισμός, οπότε η αποχή από αυτήν προκαλεί σοβαρό στερητικό σύνδρομο: ρίγη, πυρετό, εφίδρωση, γαστρεντερικές διαταραχές, κοιλιακούς πόνους, μυαλγίες, αρθραλγίες καθώς και έντονα ψυχικά συμπτώματα, όπως άγχος, φοβίες, ψευδαισθήσεις και εκνευρισμό. Σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία, η κατοχή, χρήση και διακίνηση η. διώκονται ποινικά. (βλ. λ. ναρκωτικά).
* * *η (Α ἡρωΐνη και ἡρῴνη και ἠροΐνα)νεοελλ.(φαρμ.) παράγωγο τής μορφίνης το οποίο προκαλεί εθισμό σε εξαιρετικά μεγάλο βαθμόαρχ.(θηλ. τού ήρως) ηρωίδα.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με την αρχ. σημ. προήλθε από το ήρως, ενώ με τη νεοελλ. σημ. η λ. είναι απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. heroine < θ. hero- τού γαλλ. ιατρικού όρου heroique «δραστικός, ισχυρός, τολμηρός» + -ine)].
Dictionary of Greek. 2013.